- πράος
- -α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, -εῑα, -ΰ, Α1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ.β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)αρχ.1. (για ήχο) γλυκός («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», Ξεν.)2. (για αρρώστιες) ελαφρός («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)3. αυτός που είχε εξοργιστεί και στη συνέχεια ηρέμησε4. (για άλογο) εξημερωμένος, δαμασμένος5. (για ζώα) ήμερος6. αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πραέατα χάδια8. παροιμ. «πραΰτερος μολόχας».επίρρ...πράως ΝΑ πραέως και ιων. τ. πρηέως Αμε πραότητα, ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ πράως φέρεις», Πλάτ.)αρχ.1. μιλώ με απάθεια, χωρίς συγκίνηση («πράως λέγοι τὸ αὐτοῡ πάθος», Ξεν.)2. με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά3. φρ. «πράως διάκεισθε» — είμαι ήρεμος, σε αντιδιαστολή με το οργίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. τού επιθ. πρᾶος είναι η αθέματη μορφή πραΰς / πρηΰς (πρβλ. κρατ-ύς), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -ι- είναι δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του ῥᾴων].
Dictionary of Greek. 2013.